πύρδαλον

πύρδαλον
πύρδᾰλον or [full] πύρδᾰνον, τό,
A small wood for burning, = φρύγανον, Hsch.; the latter form in Lyr.Alex.Adesp.31.
II kitchen or stove for cooking, Hsch.; perh. to be read in Men.Per.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πύρδαλον — τὸ, ΜΑ, και πύρδανον Α (κατά τον Ησύχ.) 1. το καύσιμο ξύλο ή φρύγανο 2. μαγειρείο ή φούρνος κουζίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαίω «ανάβω, καίω» (πρβλ. δαλός «πυρσός», δανός «καμένος, ξηρός»)] …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πύρδαιον — και λακων. τ. πούρδαιν, τὸ, Α πύρδαλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαίω «ανάβω, καίω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”